- φαλλόπειος
- -α, -ο, και φαλλοπιανός, -ή, -ό, Νανατ. φρ. α) «φαλλόπειος πόρος»ανατ. πόρος τού λιθοειδούς οστού, από τον οποίο διέρχεται ένα τμήμα τού προσωπικού νεύρουβ) «φαλλόπειες σάλπιγγες»ανατ. οι ωαγωγοί, οι εκφορητικοί πόροι τών ωοθηκώνγ) «φαλλόπειος σύνδεσμος» — ο βουβωνικός σύνδεσμοςδ) «φαλλόπειο τόξο» — το μηριαίο τόξο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fallopian, από το όν. τού Ιταλού ανατόμου Gabriello Fallopio].
Dictionary of Greek. 2013.